- χασισοποτείο
- το, Ντόπος όπου καπνίζουν χασίς, χασικλήδικο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ., στον λόγιο τ. χασισοποτεῖον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χασισοποτείο — το το μέρος όπου καπνίζουν χασίσι και μεθάνε, χασικλίδικο: Είχαν μεταβάλει το διαμέρισμά τους σε χασισοποτείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χασικλήδικος — η, ο, Ν [χασικλής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χασικλή 2. το ουδ. ως ουσ. το χασικλήδικο χασισοποτείο, τεκές. επίρρ... Χασικλήδικα σαν τον χασικλή … Dictionary of Greek
χασικλίδικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χασικλή. 2. το ουδ. ως ουσ., χασικλίδικο χασισοποτείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)